- φαρμακολογικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που έχει σχέση με τη φαρμακολογία (βλ. λ.), που είναι της φαρμακολογίας: Φαρμακολογικά προβλήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαρμακολογικός — ή, ό, Ν [φαρμακολογία] ο σχετικός με τη φαρμακολογία. επίρρ... φαρμακολογικώς και φαρμακολογικά, Ν από φαρμακολογική άποψη … Dictionary of Greek